Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

Της Αυγής θεά


Κυρίαρχος ο Έρωτας και πιόνια του οι πάντες, θνητοί, αθάνατοι, άνθρωποι και θεοί. Μα πιότερο οι δεύτεροι στα βέλη του λυγάνε, σαν το ελάφι που έπεσε της λέαινας τροφή κι οι σάρκες του, το αίμα του, ζωή θε να της δώσουν, το μιαρό το έργο της στη γη σαν αφεθεί κι ας ξέρει πως ελάχιστα τη δίψα της θα σβήσουν καθώς και την επόμενη τροφή θ' αναζητεί....

κάπου εκεί, κάπου σιμά...

Χρυσά είναι πρώτα τα σκαλιά που ο εραστής πατάει, όταν στα χέρια του κρατά εκείνο που ποθεί. Άγρια τα συναισθήματα που στήθη πλημμυρίζουν όταν εκείνη αφήνεται στα χέρια του μ' ορμή, για να τελειώσει το έργο του που έχει καθορίσει η αιχμή του βέλους του θεού στην ανοιχτή πληγή ...συνέχεια, ακατάπαυστα το αίμα του να τρέχει, μα το ίδιο ακατάπαυστα και του αοιδού η φωνή:

"Ζευς, Ποσειδώνας θέλανε την όμορφη θεά, με του Έρωτα τ' αόρατα τα βέλη στην καρδιά...
Αθάνατα τα βέλη του, κι αθάνατους πληγώνουν, κι αυτούς τους άχρονους θεούς απ' τη σοφία ξεκόβουν.
Παράλογα ακούγονται, εικόνες φαντασίας, μα ευθύς αμέσως γίνονται σκηνές απελπισίας"

Μα εκείνος ο παλιός χρησμός για την γενιά του Κρόνου που μέλει να αφανισθεί απ' της θεάς καρπό, με όπλα που η τρίαινα κι η αστραπή θαμπώνουν, να σπάνε και να χάνονται - της θάλασσας φροντίδα - στον κάτασπρο αφρό... ξεθωριασμένα σύμβολα στης γης τ' άπατα τα βάθη...στις μνήμες των ανθρώπων, στης λήθης τον λωτό, σαν το καράβι που έγειρε, τσακίστηκε στα βράχια, βυθίστηκε και χάθηκε μες το υγρό κενό...  


...αθάνατο κενό...

Είναι ο χρησμοί πιο δυνατοί που κι οι θεοί φοβούνται κι ακόμα και του φτερωτού θεού τ' ανίκητα δεσμά, χίλια κομμάτια γίνονται και κλείνουν οι πληγές τους... τα βέλη στη φαρέτρα του στριμώχνονται ξανά...

Η συμβουλή της Θέμιδας σκληρή για το ζευγάρι, αδελφικών κι αντίδικων, αθάνατων θεών: Σε έναν θνητό να δώσουνε της Θέτιδας το χέρι σαν το φεγγάρι ολόγιομο στον κόσμο των βροτών, φανεί ψηλά, λάμψει ξανά, τέκνο των ουρανών...

Μες της νυχτιάς το αγέρι ξεχύνεται γοργά και πίσω του να χάνονται οι πράσινες κορφές... Της θάλασσας το τέκνο για ν' αρπάξει κι ας κρύβεται στα βάθη της με μύριες μορφές... 
Κι ας ξεγλιστρά κι ας γίνεται φωτιά, νερό, λιοντάρι, με νύχια τόσο κοφτερά. σκληρά λες κι είναι ατσάλι...


 Μα όταν το βλέμμα της θεάς το βλέμμα του θα βρει, κι όταν η κάθε της μορφή σα σκόνη θα χαθεί, στα χέρια του θα αφεθεί, το πρόσωπο θ' αγγίξει, στο σφριγηλό το σώμα του τα χέρια σαν τυλίξει, τα χείλη της στα χείλη του μόλις τα ακουμπήσει, σφραγίζεται ο έρωτας στο πιο γλυκό μεθύσι... Ηδονή.

Είναι οι χρησμοί πιο δυνατοί που κι οι θεοί φοβούνται. Μα εκεί το θάρρος των θνητών που όσο κι αν λοιδορούνται, τολμούν με θράσος να διαβούν κατώφλια, σκαλοπάτια, χωρίς να νοιάζονται στιγμή αν θα γινούν κομμάτια. Φθόνος κι αιτία του χαμού του ανθρώπινου του γένους...

"Την κέρδισε τη Θέτιδα ο ευσεβής Πηλέας. 
Κι απ' τον καρπό του έρωτα, γεννήθηκε ο Αχιλλέας"