"...Πάρε με, ξένε, πάρε με μαζί σου, όπως συ το θέλεις, σα σκλάβα σου, σα δούλα σου, γυναίκα σου, κυρά..."
Λόγια θεάς;
Μα πού ακούστηκε θεά, συμπόνοια να γυρεύει...
...Πάρε με, ξένε, πάρε με μαζί σου, όπως συ το θέλεις...
Λόγια θνητής.
Άχαρη η μοίρα των θνητών που κι οι θεοί ζηλεύουν... καθώς ποτέ δεν πρόκειται τη μοίρα αυτή ν' αγγίξουν. Κρυφός ο φθόνος μέσα τους την ώρα που προσφέρουν ως ένα και μοναδικό το τρομερό το δώρο... που συντροφεύει τον θνητό από το πρώτο κλάμα, για να γυρίσει στην αρχή όταν θα βγει η πνοή του...
...σα σκλάβα σου, σα δούλα σου, γυναίκα σου, κυρά..."
Λόγια πικρής απόγνωσης δεμένα μ' αλυσίδες, που το κορμί εκείνης σε βράχο το κρατούν. Ακίνητο να στέκεται να το χτυπά η αλμύρα, το κύμα και ο άνεμος το σώμα να θωρούν... με θράσος τ' αλαβάστρινα τα στήθη να θωπεύουν... τα πορφυρά τα πέπλα από πάνω της τραβούν και τα χρυσά, τα ξέπλεκα μαλλιά, στον άνεμο ν' αφήνουν, να ξεγλιστρά ανάμεσα, βορά του να γενούν.
...Ξίφος στον ώμο κοφτερό, φτερά στα πέδιλά του... στο φτερωτό το άτι του ιππέας του φωτός. Κι από τη σκέψη πιο γοργός κι απ' τους θεούς πιο αντρείος... με της Γοργούς την κεφαλή και το σκουφί του Άδη πάνω στο τέρας ρίχνεται... κι ο Δράκοντας νεκρός...
"...Πάρε με, ξένε, πάρε με μαζί σου, όπως συ το θέλεις, σα σκλάβα σου, σα δούλα σου, γυναίκα σου, κυρά..."
Λαβώθηκε ο ήρωας... του έρωτα τα βέλη πάντα κατάστηθα χτυπούν... πέτρες τα βράχια γίνονται με του σπαθιού τη βία, σπασμένες αλυσίδες τα κύματα χτυπούν...
Χέρια δειλά να ενώνονται, χείλια γλυκά να σμίγουν. Καινούριοι κρίκοι πλέκονται, του έρωτα δεσμά...
...και οργισμένοι οι θεοί στη θάλασσα βαθειά... εκεί που όλα χάνονται ακόμα και ο φθόνος, γι' αυτό που εκείνοι επέλεξαν ποτέ να μη γευτούν.
...Στη χώρα των Αιθιόπων βασίλευε ο Κηφεύς